- ὀργανοποιικά
- ὀργᾰνο-ποιικά, τά,A manufacture of war-engines, Ph. Bel.49.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οργανοποιικός — ὀργανοποιικός, ή, όν (Α) [οργανοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή οργάνων ή εργαλείων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀργανοποιικά βιομηχανία πολεμικών μηχανημάτων … Dictionary of Greek